- ακουτσομπόλευτος
- -η, -ο [κουτσομπολεύω]αυτός, για τον οποίο δεν έγινε κουτσομπολιό, τού οποίου δεν κακολόγησαν ή δεν σχολίασαν την ιδιωτική ζωή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακουτσομπόλευτος — ακουτσομπόλευτος, η, ο και ακοτσομπόλευτος, η, ο αυτός που δεν κακολογιέται, κυρίως κρυφά: Δεν άφηναν γνωστό τους άνθρωπο ακοτσομπόλευτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακουτσομπόλιαστος — η, ο [κουτσομπολιάζω] ο ακουτσομπόλευτος … Dictionary of Greek
αξόμπλιαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει ξόμπλια, κεντίδια, ακέντητος, αποίκιλτος: Το φόρεμα ήταν καλοραμμένο, αλλά αξόμπλιαστο. 2. ακουτσομπόλευτος, ακακολόγητος: Όταν βρίσκονταν οι δυο τους δεν άφηναν άνθρωπο αξόμπλιαστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)